Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Ερινύες

Δίκιο έχουν τελικά. Έκλεισε τα μάτια και γεύτηκε το ποτό. Άθλιο. Το ήπιε όμως χωρίς δισταγμό και πέταξε το άδειο μπουκάλι στη θέση του συνοδηγού. Τα λάστιχα στρίγγλισαν στην άσφαλτο και άφησαν κάτω μαύρες γραμμές που μύριζαν πικρά. Δίκιο έχουν τελικά. Όσο ένιωθε το πεντάλ κάτω από το πόδι του να υποχωρεί στην πίεση άλλο τόσο το πατούσε. Άνοιξε τα παράθυρα για να αισθανθεί τον αέρα να του μαστιγώνει το πρόσωπο. Τον πάγωνε. Υπό άλλες συνθήκες θα συνερχόταν τελείως αλλά τώρα απλά βρισκόταν σε μια κατάσταση εκστατικής θλίψης.  Προσπερνούσε αγνώστους περαστικούς, μαγαζιά, βιτρίνες, πλανόδιους, φώτα, φανάρια και λάμψεις που δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα. Ένα συνονθύλευμα, από εικόνες και άχρηστες πληροφορίες. Δεν έδινε δεκάρα για τίποτα. Ήθελε να ξεφύγει, αλλά οι σκέψεις  τον ακολουθούσαν για πάντα. Ήταν μέρος του εαυτού του. Μια ζωντανή, φρικαλέα αναπαράσταση υπενθύμισης, του αμαυρωμένου παρελθόντος. Ένα χαιρέκακο ξυπνητήρι στο προσκέφαλο του νεκροκρέβατού του, έτοιμο να τον ξυπνήσει για να του αφαιρέσει κάθε ίχνος ανθρωπιάς. Ότι του είχε απομείνει από την τόσο πια μακρινή αθωότητα. Δίκιο έχουν τελικά. Έκανε μια απεγνωσμένη κίνηση να αδειάσει κάθε σταγόνα αλκοόλ στη γλώσσα του μα μάταια. Δεν τον ένοιαζε τίποτα πλέον ούτε αυτό, μόνο να ξεφύγει. Να κάνει μια καινούργια αρχή. Μακάρι, αλλά αυτά δεν γίνονται στην πραγματική ζωή. Σκούπισε μια σταγόνα από το μάγουλο του. Ξαφνιάστηκε. Έκλαιγε; Γέλασε ειρωνικά. Υπήρχαν ακόμα συναισθήματα τελικά. Ο ήχος της σειρήνας όμως τον ανάγκασε να διακόψει αυτές τις σκέψεις και να συνειδητοποιήσει ότι δύο περιπολικά ήταν πίσω του, δίνοντας του εντολές να σταματήσει στην άκρη. Πάτησε το γκάζι ακόμα πιο δυνατά, προσπαθώντας να δει πέρα, στο δρόμο στη γραμμή του ορίζοντα, ο οποίος έστριβε απότομα, δίνοντας τη θέση του σε μια σειρά από μαύρα κάγκελα που εμπόδιζαν τον κόσμο να πέσει από τον γκρεμό. Πλέον δεν υπήρχαν φώτα γύρω του. Ούτε λάμπες νέον, ούτε τίποτα κοσμοπολίτικο ή ζωντανό. Μόνο ο γκρεμός, οι σκέψεις του, τα σκοτεινά σύννεφα  και αυτός. Τα περιπολικά είχαν σταματήσει να τον κυνηγούν. Μια βουτιά στο κενό έμοιαζε σωτήρια τώρα. Αναγέννηση. Ήθελε όσο τίποτα να σπάσει τα κάγκελα και να παραδοθεί στη βαρύτητα. Λίγα μέτρα τον χώριζαν μόνο. Οι κεραυνοί που εξαπέλυαν τα σύννεφα φάνταζαν με νότες από ένα εξώκοσμο πεντάγραμμο που ανθρώπινο αυτί δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά. Νότες που έσκιζαν τον αιθέρα και διαμέλιζαν ανθρώπινες συνειδήσεις. Έκλεισε τα μάτια του για να απολαύσει την παρανοϊκή, αλλόκοσμη και φάλτσα θρηνωδία των σύννεφων. Τι  χοληστάλακτη μελωδία! Άνοιξε τα μάτια του για να δει τα κάγκελα να υποχωρούν στην ορμή του οχήματος. Κι όμως, ούτε κάγκελα είδε ούτε γκρεμό, παρά έναν πελώριο, θεόρατο άσπρο τοίχο από μαξιλάρια. Και προτού προλάβει έστω και τα μάτια του να ανοιγοκλείσει το αυτοκίνητο έγινε ένα με τον τοίχο, παραμορφώνοντας το σε μία άμορφη μάζα από λαμαρίνες και θρυμματισμένο τζάμι. Ένιωσε όλα του τα κόκκαλα να πιέζονται το ένα πάνω στο άλλο μέχρι που δεν άντεχαν άλλη πίεση , τρίφτηκαν μεταξύ τους και αλληλοκονιορτοποιήθηκαν με έναν ήχο που θα έκανε τους κεραυνούς πιο γλυκούς και από νανούρισμα.
      Δίκιο έχουν τελικά. Άνοιξε τα μάτια του σαστισμένος σαν να είχε ξυπνήσει από το χειρότερο εφιάλτη. Κι όμως, δεν ήταν στο αυτοκίνητο, ούτε στο δρόμο, ούτε συντετριμμένος από αυτοκινητιστικό. Ήταν απλά στο σπίτι του στο τέρμα του λόφου, μπροστά από το μεγάλο γυάλινο τοίχο που διακοσμούσε τη μια πλευρά του πρώτου ορόφου. Στεκόταν εκεί όρθιος ατενίζοντας κάτω από τον λόφο την εθνική και τα φώτα της πολιτείας πέρα από αυτήν. Όπως λαμπύριζαν, έμοιαζαν σαν να αναβόσβηναν, δίνοντας την εντύπωση γιορτινής χριστουγεννιάτικης διακόσμησης. Η βροχή εδώ και λίγα λεπτά είχε αρχίσει να μαστιγώνει το τζάμι θαρρείς πώς ήθελε να παραβιάσει τον ιδιωτικό του χώρο. Οι σταγόνες που κυλούσαν στο κρύο γυαλί παραμόρφωναν την εικόνα κάνοντας τα φώτα να φαίνονται θολές λάμψεις. Συνειδητοποίησε ότι κάτι κρατούσε στο χέρι του και όταν κοίταξε για να καταλάβει ότι ήταν ένα ποτήρι ουίσκι, ένας οξύς, ζεματιστός πόνος τον διαπέρασε από το σβέρκο και απλώθηκε ως κάθε του άκρο. Του ήρθε στο μυαλό το ατύχημα και ο άσπρος τοίχος.
      Τι είχε συμβεί πραγματικά; Ήταν αρκετά μπερδεμένος και όλες αυτές οι εικόνες γύριζαν και εναλλάσσονταν στο μυαλό του. Το κυνηγητό, τα φώτα της πόλης, ο γκρεμός, το άδειο μπουκάλι… και νάτο! Το ίδιο μπουκάλι βρισκόταν άδειο για ακόμα μια φορά πάνω στο γραφείο του. Ασυναίσθητα πήγε μέχρι εκεί, το σήκωσε και το περιεργάστηκε. Ήταν ακόμα ζαλισμένος αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει από τον πονοκέφαλο καθώς μπορούσε να νιώσει την κάθε φλέβα να χτυπάει σαν τρελή. Μια πολύ απλή και λογική εξήγηση είναι ότι θα μπορούσε να τα είχε ονειρευτεί όλα αυτά. Ναι θα μπορούσε… Ένιωσε ξαφνικά ένα ρίγος και πήγε μέχρι το τζάκι, που τύλιγε στις φλόγες του μερικά κούτσουρα, για να ζεσταθεί. Δεν ένιωθε όμως καμία ζεστασιά, καμιά θαλπωρή. Τίποτα. Άφησε το ποτήρι στο γραφείο και έφερε τα χέρια του στο στόμα προσπαθώντας να τα ζεστάνει με την ανάσα του, τρίβοντας τα μεταξύ τους και τότε ήταν που άγγιξε την βέρα. Σάστισε. Τι του συνέβαινε; Δεν θυμόταν καν αν ήταν παντρεμένος. Είχε μόνο αυτό τον κόμπο στο λαιμό. Αυτόν τον πνιγηρό κόμπο που προηγείται των ασταμάτητων δακρίων. Είχε κάνει κάτι κακό. Ήταν σίγουρος για αυτό, το ένιωθε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι όμως. Πήγε πάλι μέχρι το γραφείο, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε. Στήριξε το κεφάλι με τα χέρια του και προσπάθησε να βυθιστεί σε σκέψεις, να αυτοσυγκεντρωθεί. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι στο δωμάτιο ακούγονταν μουσική. Έπαιζε το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά. Για κάποιο λόγο, οι αργόσυρτες μελωδίες του πιάνου και του βιολοντσέλου ήταν σαν να τον πενθούσαν. Νόμισε για μια στιγμή ότι κάπου μέσα από το κομμάτι άκουσε χαρούμενες παιδικές φωνές. Αλλά, μάλλον, έκανε λάθος. Δεν άντεχε άλλο να κρατάει τον κόμπο στο λαιμό του και άφησε να του ξεφύγουν μερικά δάκρυα. Το πρόσωπό του στιγμιαία παραμορφώθηκε από αβάσταχτη οδύνη καθώς τα δάκρυα χάρασσαν  καθοδική πορεία πάνω του. Και τι δεν θα έδινε να θυμηθεί τι του συνέβαινε. Σκούπισε τα δάκρυα με την παλάμη του και σήκωσε το βλέμμα. Όχι μόνο είχε βιώσει ένα θανατηφόρο ατύχημα σε ένα απίστευτα ζωντανό εφιάλτη, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή βρισκόταν στο γραφείο του προσπαθώντας να θυμηθεί βασικά και αυτονόητα στοιχεία της ζωής του. Ρουθουνίζοντας έριξε μια ματιά τριγύρω προσπαθώντας να σταματήσει τα δάκρια. Αντίκρισε μια κορνίζα στη γωνία του γραφείου του. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Η Φρίκη και ο Τρόμος είχαν καταλάβει τις εκφράσεις του. Στην κορνίζα είδε το πιο αγγελικό πρόσωπο, το πιο γλυκό και το πιο όμορφο. Αυτή ήταν!  Είδε τη γυναίκα του. Μια μελαχρινή κοπέλα με ένα χαμόγελο όλο καλοσύνη. Δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα. Τι άδεια και πόσο περιττά έδειχναν όλα τώρα! Έκανε να την αγγίξει, αλλά το μόνο που ένιωσε ήταν το άψυχο παγερό γυαλί της κορνίζας. Και όλα αυτά επειδή δε ζούσε πια. Αστραπιαία πέρασαν εικόνες από το μυαλό του συνοδευόμενες από αφόρητο πονοκέφαλο. Εικόνες από το γάμο τους και την κηδεία της. Μη μπορώντας να αντέξει τις σκέψεις και τις τύψεις κατευθύνθηκε πάλι προς το μεγάλο παράθυρο. Κοιτούσε ασυναίσθητα τα αυτοκίνητα στην εθνική καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να διώξει τη θλίψη από τις σκέψεις του. Και τότε ήταν που την είδε. Εκεί στη σκοτεινή βροχερή νύχτα, μια φιγούρα στεκόταν στον κήπο, λίγο πιο μπροστά από την πύλη με τα λευκά πέτρινα διαβρωμένα λιοντάρια. Ταράχτηκε τόσο πολύ που κόλλησε τα μάτια του στο τζάμι, περιμένοντας μία οποιαδήποτε εξέλιξη. Αλλά η τόσο γνώριμη φιγούρα απλά στεκόταν στον κήπο να μαστιγώνεται ακίνητη από τη βροχή. Μία αστραπή όμως έσπασε το σκοτάδι και φώτισε το πρόσωπο του μυστήριου επισκέπτη. Και ήταν εκείνη. Η γυναίκα του. Η νεκρή γυναίκα του. Έκανε ένα βήμα μπροστά και βγήκε από τις σκιές, σήκωσε το κεφάλι της και εκείνος είδε το πρόσωπο της. Θα έπαιρνε όρκο ότι του χαμογελούσε. Χωρίς να σπαταλήσει ούτε δευτερόλεπτο σε περαιτέρω σκέψεις, πλημμυρισμένος από χαρά, έτρεξε να βγει από το γραφείο. Άνοιξε την πόρτα μα… Πίσω της υπήρχε εκείνος ο γνώριμος, μισητός, λευκός τοίχος από μαξιλάρια. Άψυχος και απροσπέλαστος. Πανικοβλήθηκε, προσπάθησε να τον σπρώξει αλλά τίποτα, έπεσε πάνω του με φόρα μία, δύο, τρεις φορές και πάλι μάταια. Βρισκόταν στα πρόθυρα της  τρέλας, πως ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Με την αδρεναλίνη στα ύψη ξαναπήγε στο παράθυρο. Εκείνη ήταν ακόμα εκεί, αλλά η φιγούρα ήταν τόσο θολή που μετά βίας την έβλεπε. Έκλαιγε από την απελπισία και όρμησε να αρπάξει μια καρέκλα για να σπάσει το τζάμι. Φώναζε το όνομα της, της φώναζε να περιμένει, της φώναζε να τον συγχωρήσει. Άρπαξε την καρέκλα και πήρε φόρα να χτυπήσει το τζάμι αλλά τότε αντίκρισε τον εαυτό του. Τον αντίκρισε στον καθρέφτη, που με κάποιον τελείως αφύσικο τρόπο, βρισκόταν τώρα εκεί που μέχρι πριν μερικά δεύτερα υπήρχε το τζάμι. Παραφρόνησε τελείως. Κοίταξε τον εαυτό του χαμένος κ τρόμαξε από την ίδια του την παρανοϊκή έκφραση. Η μουσική που ακουγόταν στο δωμάτιο όλη αυτή την ώρα, αυτό το ερωτικό αλλά και πένθιμο μουρμουρητό, τώρα έφτανε στα αυτιά του ως ο ύστατος χλευασμός για την αδιέξοδη κατάσταση του. Σε μία κίνηση απελπισίας πέταξε την καρέκλα, με όλο του το μίσος, στο πικ-απ και όλα γύρω του έσβησαν σε μία έκρηξη από φάλτσες νότες και εκτυφλωτικό φως. 
Δίκιο έχουν τελικά. Πλέον όλα γύρω του ήταν μαύρα, σκοτεινά. Νόμιζε ότι είχε τα μάτια του κλειστά αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε πως βρισκόταν πνιγμένος στο απόλυτο σκοτάδι. Που βρισκόταν όμως αυτό το σκοτάδι; Που βρισκόταν τώρα; Μήπως έβλεπε όνειρο μέσα σε όνειρο; Το μόνο σίγουρο είναι ότι ζούσε μια παράνοια, έναν ζωντανό εφιάλτη. Σηκώθηκε με δυσκολία από το πάτωμα και άρχισε να περιπλανιέται στο σκοτάδι σαν τυφλός. Έκανε διστακτικά βήματα, μια προς την μια κατεύθυνση και μια προς την άλλη, αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Προσπάθησε να φωνάξει. Κάπου βαθιά μέσα του, απευχόταν να του απαντήσει η ίδια του η ηχώ. Και όμως, έτσι έγινε. Ψαχούλευε για ώρα στον αέρα, όταν άκουσε από κάπου μακριά, μια γλυκιά μελωδία. Σάστισε! Του φαινόταν γνώριμη. Ήταν σαν εκείνα τα μουσικά κουτιά που ήταν ρυθμισμένα να παίζουν την ίδια μελωδία κάθε φορά που σήκωνες το καπάκι. Ακουγόταν σαν κάτι γλυκό, ήπιο και στενάχωρο, σχεδόν πονεμένο. Προσπάθησε να ακολουθησει τα ίχνη των νοτών της στοιχειωμένης μελωδίας, αλλά είχε την εντύπωση πως άλλαζε συνεχεία το σημείο από όπου ακουγόταν. Ήταν τόσο μπερδεμένος, που νόμιζε ότι είχε παγιδευτεί στο κενό, στο ενδιάμεσο  διαστάσεων. Και όσο η μελωδία συνέχιζε, το πίστευε όλο και πιο πολύ. Πλέον ακουγόταν πιο δυνατά, ίσως να πλησίαζε. Κάπου στο βάθος είδε κάτι να λάμπει. Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί σαν να ήταν η μοναδική έξοδος από την παράνοια. Το φως δυνάμωνε όλο και πιο πολύ μέχρι που η πιο σουρεαλιστική εικόνα φάνηκε μπροστά του. Ένα κοριτσάκι καθόταν στο πάτωμα με πλάτη προς εκείνον, παίζοντας με κάτι πολύχρωμα κυβάκια. Το φως που έβλεπε ερχόταν από κάπου ψηλά. Φορούσε άσπρο και ροζ φουστάνι και ασορτί πέδιλα. Δεν μπορεί να ήταν αυτή… Ήταν αδύνατο να ήταν η κόρη του… Είχε παγώσει ακίνητος και ένιωθε την κάθε του τρίχα να σηκώνεται από τον τρόμο αργά και βασανιστικά.
      Δε μιλούσε. Έβγαζε απλά εκείνους τους χαρακτηριστικούς ήχους που βγάζουν τα παιδιά πριν μάθουν να συλλαβίζουν. Η παράταιρη αυτή εικόνα τον είχε τρομοκρατήσει όσο τίποτε άλλο, αλλά ένιωθε πως έπρεπε να την πλησιάσει. Το κοριτσάκι συνέχιζε να παίζει αμέριμνο σιγοψιθυρίζοντας τη μελωδία και κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι της πέρα δώθε. Μόνο όταν είχε φτάσει τελείως από πάνω μπορούσε να δει τι ακριβώς έκανε με τα κυβάκια. Εϊχε σχηματίσει τη λέξη «δολοφόνος». Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και παραπατώντας έπεσε σε κάτι μαλακό. Τότε το κοριτσάκι γύρισε και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε. Θα έπαιρνε όρκο ότι την άκουσε να λέει «μπαμπά» όταν άρχισε να τρέχει καταπάνω του. Ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη και για ακόμη μια φορά το εκτυφλωτικό φως τον τύλιξε και τον κατάπιε.
       Δίκιο έχουν τελικά. Συνέχιζε να ουρλιάζει μέχρι που το φως υποχώρησε και πλέον μπορούσε και πλέον μπορούσε να δει καθαρά. Ο άσπρος τοίχος ήταν εκεί. Ο λευκός τοίχος με τα μαξιλάρια βρισκόταν ολόγυρά του, κλείνοντας τον σε ένα κρύο κλειστοφοβικό ψηλοτάβανο δωμάτιο. Σε έναν τοίχο βρισκόταν ένας τεράστιος καθρέφτης. Σηκώθηκε αδέξια και κοιτάχτηκε. Φορούσε έναν μανδύα λευκό, αναγκάζοντας τα χέρια του να δένουν πίσω. Τότε ήταν που άρχισε να “συνειδητοποιεί” την κατάστασή του. Προχωρούσε από άκρη σε άκρη στον καθρέφτη και κοιτούσε μέσα του. Κοιτούσε τον άνθρωπο που έβλεπε πέρα από το τζάμι και προσπαθούσε να τον κάνει να τον δει. Εκνευρίστηκε όμως γιατί ο άνδρας μέσα στον καθρέφτη έκανε ότι και εκείνος. Ήταν πολύ ειρωνικό… Αλλά τουλάχιστον είχε παρέα. Ένα οικείο πρόσωπο του κρατούσε συντροφιά. Και από την άλλη είχε και εκείνη την ευχάριστη μελωδία, λες και έβγαινε από μουσικό κουτί να του χαϊδεύει τα αυτιά… Χαμογελούσε με κλειστά τα μάτια και κουνούσε το κεφάλι του ρυθμικά πέρα – δώθε, πέρα – δώθε…
     Δίκιο έχουν τελικά. Ο ανθρώπινος νους, η ανθρώπινη συνείδηση, είναι παντοδύναμη. Μπορεί κάποιος να αλλάξει ζωή, να προσποιηθεί κάποιον άλλον. Να ζήσει τη ζωή κάποιου άλλου. Μπορεί σε δευτερόλεπτα να βρεθεί όπου θέλει μόνο με μια σκέψη. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κάτι και έγινε. Δεν υπολογίζει χώρο ή χρόνο. Αψηφά και υπερβαίνει. Πλάθει καταστάσεις, υλοποιεί, ζει, και αναβιώνει. Ζωντανεύει το πολυπόθητο. Όλα αυτά όμως θα ήταν περιττά, χωρίς τη δυνατότητα να τα κάνει όλα  απτά κ πραγματικά. Κι’ όμως το κάνει. Εκείνο ίσως το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να απαλλαγεί από ένοχες, αιματοβαμμένες, σκέψεις.
      Τις τύψεις…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου