Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Pause


Ακόμα ένα πρωινό και αυτή η αίσθηση ακόμα τον στοίχειωνε. Τίποτα δεν ένιωθε οικείο. Ένιωθε ξένος στο ίδιο του το σπίτι, παράσιτο στο ίδιο του το κορμί. Τα ματιά του πλανήθηκαν λίγο στο κενό, σαν να ήθελε να δει πέρα από τους υλικούς τοίχους. Έτριψε το πρόσωπό του, προσπαθώντας να συνέλθει, αλλά επειδή έπρεπε να το κάνει και όχι επειδή θα βοηθούσε την κατάσταση. Πήγε μέχρι το παράθυρο, το άνοιξε και κοίταξε έξω. Έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό το ξένο τοπίο που έβλεπε μπροστά του ήταν η γειτονιά που μεγάλωσε. Και όμως δεν μπορεί, αυτή πρέπει να ήταν. Δεν είχε χρόνο όμως για τέτοιου είδους φιλοσοφικές σκέψεις, έπρεπε να επανέλθει στην πραγματικότητα αλλιώς θα αργούσε στη δουλειά. Και αυτό θα είχε χειρότερες συνέπειες από το σουρεαλιστικό πρωινό, το οποίο εκτός από τον άχρωμο ήλιο που έκαιγε άψυχα τα γκρίζα κτίρια, ήταν μουντό και σκυθρωπό, σχεδόν απειλητικό.
    Ετοιμάστηκε όσο λιγότερο άβουλα μπορούσε και ξεκίνησε μοιρολατρικά τη μέρα του. Προκειμένου να είναι στην ώρα του έκοψε δρόμο από τα σοκάκια. Κοντοστάθηκε... Δεν το θυμόταν αυτό το στενάκι και όμως ήταν σίγουρος ότι από εδώ έκοβε δρόμο. Κοιτούσε σαν χαμένος γύρω του και τίποτε από όσα έβλεπε δε του θύμιζαν το παραμικρό. Η σύγχυση στο κεφάλι του διογκώθηκε. Έτσι γύρισε προς την κατεύθυνση που νόμιζε ότι ήταν ο προορισμός του και συνέχισε γεμάτος ερωτηματικά. Σε όλη τη διαδρομή έσπαγε το κεφάλι του να βρει μια λογική εξήγηση για την όλη παράξενη εικόνα και αίσθηση που είχε το σημερινό πρωινό, όταν ξαφνικά τα πόδια του άρχισαν να κινούνται γρηγορότερα από όσο ήθελε! Δεν ήθελε να τρέξει, το σιχαινόταν το τρέξιμο τα πρωινά και όμως να τώρα, τα πόδια του έτρεχαν σαν τρελά και εκείνος δεν είχε κανέναν έλεγχο πάνω τους! Μήπως ονειρευόταν; Μήπως βρισκόταν ακόμα στο κρεββάτι του και έβλεπε ένα από εκείνα τα όνειρα που τρέχεις σαν τρελός και μετά πέφτεις και πέφτεις μέχρι να ξυπνήσεις στο πάτωμα δέσμιος των σεντονιών; Και όμως δεν έμοιαζε με όνειρο. Ούτε μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είδε ένα. Κάποτε τα πόδια του έκοψαν ταχύτητα και σταμάτησε να τρέχει. Με κομμένη την ανάσα ακούμπησε στα γόνατα του για να επανέλθουν οι παλμοί του στο κανονικό. Σηκώθηκε απότομα γεμάτος ντροπή. Τον είχαν δει άραγε να τρέχει σαν τον τρελό χωρίς λόγο; Και όμως δεν υπήρχε κάνεις γύρω του. Ευτυχώς! Απολύτως κανείς. Κυριολεκτικά ήταν ο μοναδικός άνθρωπος σε έναν δρόμο που έδειχνε και ήταν ερημικός. Τα αναπάντητα ερωτήματα συσσωρεύονταν σαν τη σκόνη στα παλιά, παρατημένα έπιπλα και η υπομονή του είχε αρχίσει να εξαντλείται. Που είχαν πάει όλοι; Γιατί ήταν ο ολομόναχος σε ένα δρόμο που σε τέτοια ώρα αιχμής θα έπρεπε να μην μπορεί να περπατήσει από το συνωστισμό; Γιατί τα κτίρια του θύμιζαν ψεύτικες μακέτες; Μια πολύ απλοϊκή εξήγηση ήταν ότι άρχιζε να τρελαίνεται, αλλά τίποτα από όσα ένιωθε και συνέβησαν από την στιγμή που ξύπνησε δεν ήταν τόσο απλοϊκά αρά γιατί να ήταν και αυτό;
     Απεγνωσμένος βάλθηκε να τρέχει στο δρόμο οικειοθελώς αυτή τη φορά, προς τη πλησιέστερη στροφή. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε ξυπνήσει  σε μια πόλη φάντασμα. Τη στιγμή που έστριβε ένας δυνατός σουβλερός πόνος του διαπέρασε το κεφάλι και τον έριξε στα γόνατα. Το πρόσωπο του παραμορφώθηκε σε μια θανατερή γκριμάτσα πόνου και τα χέρια του, το κρατούσαν λες και πάσχιζαν να το στηρίξουν στους ώμους του. Τότε ένιωσε δυο χέρια να τον τραβάνε από τις μασχάλες όρθιο στα πόδια του. Μια περαστική κυρία τον είχε βοηθήσει να σηκωθεί από κάτω ρωτώντας τον αν ήθελε βοήθεια ή να τηλεφωνήσει στο νοσοκομείο. Τη διαβεβαίωσε ότι ήδη ένιωθε καλύτερα και την ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον της. Κοίταξε τριγύρω του και ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο, κίνηση και ζωή. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλια του. Μήπως τελικά απλά υπερέβαλε;
    Ήθελε επειγόντως κάτι να δροσιστεί, έτσι πήγε στο κοντινότερο περίπτερο. Αγόρασε ένα κουτί χυμό και το ήπιε σαν να ήταν το νέκταρ της αθανασίας όταν έπεσε το μάτι του στο εξώφυλλο ενός περιοδικού. Ένα περιοδικό για υπολογιστές ήταν πρώτο πρώτο στο σταντ με τα περιοδικά, το οποίο δε θα μπορούσε παρά μόνο να του τραβήξει το πιο καχύποπτο βλέμμα. Το εξώφυλλο απεικόνιζε έναν άντρα γονατισμένο στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου κρατώντας το κεφάλι του, έχοντας τον απόλυτο πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Μια γυναικά έτρεχε προς το μέρος του προκειμένου να τον βοηθήσει. Αν δεν είχαν προηγηθεί τα αλλόκοτα πρωινά συναισθήματα και το παρά τη θέληση του αχαλίνωτο τρέξιμο (και σαφώς το περιστατικό με τον αδικαιολόγητο πονοκέφαλο) δε θα του είχε δώσει καμιά σημασία . Αλλά τώρα για κάποιο λόγο οι σκέψεις του πάγωσαν και ένιωσε να ιδρώνει. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά και αγόρασε και το περιοδικό. Ένιωσε ότι έπρεπε τουλάχιστον να μάθει τι ήταν αυτό το παιχνίδι. Γύρισε προς το δρόμο με σκοπό να συνεχίσει για τη δουλειά του. Πήρε μια ανάσα και κοίταξε το δρόμο και τους περαστικούς. Σαν να είχε ώρα να συμβεί κάτι αλλόκοτο, πρόσεξε άλλο ένα. Οι περαστικοί συμπεριφέρονταν παράξενα. Κοιτούσαν ευθεία μπροστά με μάτια καρφωμένα στο απόλυτο κενό, με ξύλινες σχεδόν ρομποτικές κινήσεις που επαναλαμβάνονταν σαν λούπα. Ο περιπτεράς ποτέ δεν έπινε γουλιά από το αναψυκτικό που είχε δίπλα του. Μόνο το έφερνε στα χείλια του και το ακουμπούσε πάλι κάτω γεμάτο. Μια κοπελίτσα απέναντι έτρεχε πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο χοροπηδώντας από την χαρά της με κινήσεις που είχαν απόλυτη μαθηματική ακρίβεια. Ένας κύριος σε ένα διπλανό παγκάκι, ξεφύλλιζε ένα βιβλίο με ολόλευκες σελίδες. Κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε σαν να το διάβαζε με μεγάλη προσοχή και προσήλωση. Ακόμα και ένα σκυλί στο πάρκο γάβγιζε τόσο μηχανικά που καταντούσε εκνευριστικό. Όλοι τους, ένας προς έναν φέρονταν και κινούνταν σαν καλολαδωμένες  μηχανές. Αδυνατούσε να πιστέψει στα μάτια του. Πλησίασε τον κύριο που διάβαζε το κενό βιβλίο στο παγκάκι για τον χαιρετήσει και να τον ρωτήσει ποιο το νόημα αυτής του της πράξης, αλλά το μόνο που κατάφερε να εισπράξει ήταν μια επαναλαμβανόμενη ψυχρή χαιρετούρα, κάθε φορά που τον ρωτούσε. Σαστισμένος όσο ποτέ ξεκίνησε να περπατάει βυθισμένος στις σκέψεις.
    Για ακόμη μια φορά όμως, ο σουβλερός πονοκέφαλος ξαναχτύπησε και τον έριξε στο οδόστρωμα ουρλιάζοντας. Αυτή τη φορά δεν τον βοήθησε κανείς να σηκωθεί. Όταν κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του, αντίκρισε ένα θέαμα που έμοιαζε περισσότερο με παραίσθηση. Οι άνθρωποι γύρω του τρεμόπαιζαν στο φως του ήλιου. Σαν να ήταν ολογράμματα κ εξασθενούσε το σήμα εκπομπής από την πηγή μετάδοσης. Όταν  σταματήσαν να τρεμοπαίζουν οι μορφές, είχαν πλέον γίνει απειλητικές, απρόσωπες κ σκούρες. Δεν μπορούσε πλέον να διακρίνει χαρακτηριστικά προσώπου σε κανέναν τους, λες και τους έκρυβε το φως το πιο πυκνό και σκοτεινό σύννεφο. Πλέον ήταν μονό σκοτεινές ζοφερές σιλουέτες οι οποίες κινούνταν κατά πάνω του απειλητικά.
    Όταν συνειδητοποίησε το παγερά απειλητικό κλίμα, σηκώθηκε ενστικτωδώς και έκανε μερικά βήματα πίσω. Συνέβαινε και πάλι. Τα βήματα οπισθοχώρησης δεν τα κανε εκείνος, τουλάχιστον όχι ηθελημένα. Τι στην οργή συνέβαινε; Για ακόμη μια φορά ήταν ένας απλός θεατής των πράξεών του μέσα από τα ίδια του τα μάτια. Κάποιος άλλος, κάποιος τρίτος είχε τον έλεγχο και αυτός απλά υπάκουε. Οι σκοτεινές φιγούρες μείωναν όλο και περισσότερο απόσταση, έτσι εκείνος προς μεγάλη του έκπληξη έτρεξε προς τον κοντινότερο τοίχο, και ξήλωσε μια υδρορροή. Την κράτησε σαν όπλο, με τα δυο του χέρια όπως θα κρατούσε ένα σπαθί. Κοίταξε την άκρη του σωλήνα με τρόμο, συνειδητοποιώντας τι επρόκειτο να συμβεί. Είχε οπλιστεί όπως όπως εναντία σε αυτή την απρόσωπη, επερχόμενη απειλή η οποία στένευε τον κλοιό ολοένα και πιο πολύ ολόγυρα του. Ένιωθε την αγωνιά να κορυφώνεται και τον ιδρώτα να στάζει από το μέτωπό του. Οι φιγούρες τρεμόπαιξαν άλλη μια φορά, βγάζοντας μια συγχρονισμένη στριγγλιά που θύμιζε περισσότερο παράσιτα ραδιοφώνου. Δεν άντεξε να τις περιμένει άλλο και όρμησε εκείνος προς τα πάνω τους. Ο σωλήνας ανεβοκατέβαινε μανιασμένα ξυλοκοπώντας τις αλλοδιάστατες  σκιές χωρίς έλεος. Με σφαλιστά μάτια και ήθελε να στρέψει το βλέμμα αλλού, αλλά δεν ήταν στο χέρι του. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί, ήθελε να κλείσει τα μάτια και να τα ανοίξει όταν όλη αυτή η παραφροσύνη θα είχε τελειώσει, αλλά όταν το έκανε απλά αντίκρισε ένα σωρό από άμορφα πτώματα. 
    Πέταξε το λοστό σε μια λίμνη από αυτό που θύμιζε μαύρο αίμα, και το έβαλε στα πόδια, βήχοντας και κλαίγοντας με λυγμούς σαν να του έβγαινε η ψυχή. Ούρλιαζε, δίχως να το προκαλεί εκεινος.
   Δάκρυα απόγνωσης κυλούσαν στα μάγουλα του αλλά και πάλι δε μπορούσε να τα σκουπίσει. Ο ουρανός είχε πάρει ένα πένθιμο χρώμα και τα σύννεφα έδειχναν να τον ακολουθούν.
    Άλλος ένας πονοκέφαλος ξαναχτύπησε και τον γκρέμισε στο δρόμο σχεδόν λιπόθυμο αυτή τη φορά. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του και όταν το κατάφερε, κατάλαβε ότι είχε και πάλι τον έλεγχο. Κοίταξε γύρω του. Γύρισε πίσω και είδε ένα σωρό από πτώματα στο δρόμο να κείτονται. Περαστικοί περιδιάβαιναν και κοιτούσαν μια τα πτώματα και μια εκείνον, με βλέμμα κενό και απαθές. Κατόπιν επέστρεψαν στις κυκλικές χωρίς νόημα αέναες κινήσεις τους.          Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν πιο φρικαλέο, η άψυχη ζωή των κατοίκων της πόλης, ή η απειλή από κείνες τις ψυχοβόρες σκιές;
Είχε σαστίσει τόσο πολύ που δεν ήξερε τι ήταν πραγματικό τι φανταστικό και τι ψεύτικο. Περίμενε ανά πασά στιγμή το σώμα του να αρχίσει να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα. 
    Αλλά τι ήταν αυτό που για ώρα ηχούσε στα αυτιά του; Μουσική; Από που ερχόταν όμως και πως και την άκουγε παντού. Την είχε ακούσει όταν βγήκε από το σπίτι του, αλλά δεν είχε δώσει καθόλου σημασία υποθέτοντας ότι ήταν από κάποιο γειτονικό διαμέρσιμα. Ξεκίνησε να βηματίζει χωρίς ιδιαίτερη ζωντάνια και αποφασιστικότητα, με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω ψάχνοντας για την πηγή αυτής της παράξενης επαναλαμβανόμενης μουσικής. Μάταια όμως, γιατί θα έπαιρνε όρκο ότι η μελωδία ερχόταν από τον αιθέρα.
    Ύστερα θυμήθηκε το περιοδικό και τη μεγάλη ομοιότητα που είχε το εξώφυλλο και η σκηνή του παιχνιδιού με την κατάσταση του. Όντας το μοναδικό στοιχειό, το έβγαλε από την τσέπη και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Είχε εικόνες από  εκείνο το παιχνίδι και όσο περισσότερο διάβαζε τόσο πιο πολύ δε μπορούσε να το πιστέψει. Ξεκίνησε να γελάει από αγανάκτηση. Το άρθρο που παρουσίαζε το παιχνίδι, μιλούσε με τα καλύτερα λογία λέγοντας ότι το παιχνίδι θα συναρπάσει με την αλλόκοσμη ατμόσφαιρά του, τη γεμάτη φρίκη μουσική και το ψυχεδελικό του σενάριο. Την παρουσίαση συνόδευαν εικόνες. Έδειχναν έναν τύπο με ένα σωλήνα στο χέρι να είναι έτοιμος να τα βάλει με κάποιες γκροτέσκες φιγούρες ντυμένες με σκοτάδι, μια στοίβα πτώματα στη μέση του δρόμου, μαύρες κηλίδες αίματος, που αντικατόπτριζαν τα πυκνά σύννεφα του άψυχου ουρανού. Τα φρικαλέα συμπεράσματα των περιπαιχτικών εικόνων δεν άργησαν να έρθουν και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γελάει σαν τρελός στο πουθενά και να περνάει τα χέρια του από τα μαλλιά του ξεφυσώντας και ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του.
     Και πριν προλάβει να βγάλει τα χέρια από τα μαλλιά του, όλα γύρω του πάγωσαν. Η μουσική σταμάτησε και όλα ακινητοποιήθηκαν. Ακίνητοι όλοι, τα πάντα σαν μια ζωντανή φωτογραφία χωρίς σκοπό και νόημα, διακοσμούσαν τους δρόμους της πόλης. Το κοριτσάκι πάγωσε στον αέρα, ο περιπτεράς με το μπουκάλι αναψυκτικό λίγο πριν ακουμπήσει στα χείλια του, ο σκύλος σε μια στάση γαβγίσματος, και ο αναγνώστης στο παγκάκι με το χέρι έτοιμος να γυρίσει σελίδα.
     Δε μπορούσε ούτε τα μάτια του να κουνήσει, ούτε να τα ανοιγοκλείσει, καταδικασμένος να κοιτάζει ένα μόνο σημείο, ένιωσε ότι ο χρόνος είχε απλά σταματήσει να υφίσταται και ότι δεν ήταν στο χέρι του να κάνει απολύτως τίποτα για να ανατρέψει την κατάσταση.. Όλα ήταν σαν μια τεράστια τρισδιάστατη φωτογραφία... Ο χρόνος χάθηκε... Πλήρης ακινησία... Καμιά εξέλιξη...
.................................................PAUSE.................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου